- Μαντένια, Αντρέα
- (Andrea Mantegna, Νησί Καρτούρο, Πάντοβα 1431 – Μάντοβα 1506). Ιταλός ζωγράφος και χαράκτης. Ήταν ο δευτερότοκος γιος ενός ξυλουργού. Έδειξε από μικρός την κλίση του στη ζωγραφική και μαθήτευσε στην Πάντοβα, στο εργαστήριο του Φραντσέσκο Σκουαρτσιόνε, ο οποίος τον υιοθέτησε όταν ήταν περίπου 10 ετών. Η μαθητεία αυτή του επέτρεψε να έρθει σε επαφή με τον ουμανιστικό κύκλο που είχε σχηματιστεί στην Πάντοβα όχι τόσο από τους οπαδούς του Σκουαρτσιόνε (όπως ο Τούρα και ο Κριβέλι) όσο γύρω από τον γλύπτη Ντονατέλο, ο οποίος εργαζόταν τότε στον ανδριάντα του Γκαταμελάτα. Ήδη στα πρώτα έργα του Μ., όπως Η Παναγία με εννέα Αγίους (Μιλάνο, Πινακοθήκη Μπρέρα), διακρίνεται η επίδραση της φλωρεντινής τέχνης, η οποία είχε επινοήσει την προοπτική στη ζωγραφική και στη γλυπτική. Πολλοί αναγεννησιακοί καλλιτέχνες, ο Λιπ, ο Πάολο Ουτσέλο, ο Αντρέα ντελ Καστάνιο και ο Ντονατέλο είχαν ήδη εργαστεί για μεγάλο χρονικό διάστημα στο Βένετο. Ο Μ. επηρεάστηκε έντονα από τον κλασικισμό, ο οποίος όπως φαίνεται όχι μόνο από τη θεματογραφική έξαρση του ηρωικού ρωμαϊκού πνεύματος, αλλά και από το αναμφισβήτητο αρχαιολογικό ενδιαφέρον το οποίο είναι εμφανές στις περιγραφικές λεπτομέρειες και στη χρήση κλασικών αρχιτεκτονημάτων και ερειπίων. Τα στοιχεία αυτά εμφανίστηκαν στο πρώτο του έργο, τις τοιχογραφίες στο παρεκκλήσιο Οβετάρι στην Πάντοβα, από το οποίο διασώθηκαν μερικά μόνο τμήματα μετά τον βομβαρδισμό του κατά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο. Οι τοιχογραφίες αυτές (1448-55), αν και είχαν παραγγελθεί και σε άλλους καλλιτέχνες εκτός από τον Μ., ήταν κατά το μεγαλύτερο μέρος έργα δικά του και έφεραν τη σφραγίδα της ισχυρής καλλιτεχνικής του προσωπικότητας. Διακρόνονται ήδη ορισμένα τυπικά χαρακτηριστικά μεταγενέστερεων έργων του, όπως η τολμηρή προοπτική, η γνώση των αρχιτεκτονικών αναλογιών και η πλαστική δύναμη των μορφών.
Τα στοιχεία αυτά δεν εξασθένησαν ούτε όταν ο καλλιτέχνης επιδόθηκε στις χρωματικές αναζητήσεις του, επηρεασμένος ασφαλώς από τη φιλική και αργότερα συγγενική σχέση με την οικογένεια του Γιάκοπο Μπελίνι, του οποίου την κόρη παντρεύτηκε το 1454. Το 1459 ζωγράφισε ένα τρίπτυχο με την Παναγία ένθρονη και Αγίους για την εκκλησία του Αγίου Ζήνωνα της Βερόνα. Ένα τμήμα του είναι η περίφημη Σταύρωση (Λούβρο), ακίνητη αναπαράσταση του πόνου ο οποίος διαχέεται σε όλον τον πίνακα, από τους βράχους του βάθους έως το τοπίο με τους πύργους και τη θλιμμένη ομάδα με τις τρεις Μαρίες. Με την ίδια τεχνοτροπία φιλοτεχνήθηκε και η Προσευχή στον κήπο της Γεσθημανή (Λονδίνο, Εθνική Πινακοθήκη), ενώ το αποκαλούμενο Τρίπτυχο των Ουφίτσι (Προσκύνηση των Μάγων, Ανάληψη, Περιτομή) ανήκει στην περίοδο της Μάντοβα. Το 1460 ο ουμανιστής μαρκήσιος Λουντοβίκο Γκοντζάγκα τον προσκάλεσε στη Μάντοβα. Εκεί ο Μ. δημιούργησε τα σημαντικότερα έργα του, αρχίζοντας από τη διακόσμηση του παρεκκλησίου του ανάκτορου και τις τοιχογραφίες της Νυφικής Αίθουσας. Σε αυτή την τετράγωνη αίθουσα ζωγράφισε τους θριάμβους της οικογένειας Γκοντζάγκα σε διάφορες σκηνές οι οποίες αναπτύσσονται στους τοίχους και στον θόλο. Ο καλλιτέχνης, για να διευρύνει το μικρό δωμάτιο, χρησιμοποίησε διάφορα τεχνάσματα, όπως την προοπτική απόδοση των μορφών από κάτω προς τα επάνω ή τη δεξιοτεχνική προοπτική διακόσμηση του θόλου με τις μονόχρωμες υποδιαιρέσεις που καταλήγουν στο ψευδαισθητικό άνοιγμα με ένα κύκλο από γυναίκες και παιδιά που σκύβουν επάνω από ένα στρογγυλό μπαλκόνι. Τις προοπτικές αυτές λύσεις επανέλαβαν αργότερα ο Μελότσο ντα Φορλί, ο Koρέτζιο, ο Πάολο Βερονέζε κ.ά. Γύρω στο 1485 ο Μ. άρχισε, κατά παραγγελία του Φραγκίσκου B’, εννέα πίνακες με τέμπερα οι οποίοι χρησιμοποιήθηκαν για σκηνικά και είχαν θέμα τους θριάμβους του Καίσαρα. Οι πίνακες (Λονδίνο, Χάμπτον Κορτ), με το ιστορικό θέμα τους, έδωσαν στον Μ. την ευκαιρία να αναπτύξει και να επιβάλει τον κλασικισμό. Ο καλλιτέχνης ταξίδεψε αρκετές φορές στη Φλωρεντία και στη Ρώμη (όπου διακόσμησε το ιδιωτικό παρεκκλήσιο του Μπελβεντέρε του πάπα Ιννοκέντιου H’, το οποίο καταστράφηκε τον 18o αι.). Η χαρακτηριστική ακρίβεια του σχεδίου βοήθησε τον Μ. να γίνει επίσης μεγάλος χαράκτης, τον οποίο μελετούσε και ο ίδιος ο Ντίρερ. Στα κυριότερα χαρακτικά του, η αμφισβητούμενη χρονολογία των οποίων κυμαίνεται μεταξύ του 1466 και του 1475, ανήκουν η Θεοτόκος με το Βρέφος και ο Ενταφιασμός του Χριστού (Αλμπερτίνα, Βιέννη), οι δύο Βακχείες και οι δύο Συμπλοκές των θαλάσσιων θεών (Ρώμη, Εθνική Σχεδιοθήκη).
Τελευταία βρέθηκαν στην εκκλησία του Αγίου Ανδρέα στη Μάντοβα και αποκαταστάθηκαν μερικές τοιχογραφίες του Μ., οι οποίες αποδίδονταν άλλοτε στον Κορέτζιο. Στα έργα των τελευταίων του χρόνων ανήκουν η Παναγία της Νίκης, ο Θρίαμβος της Αρετής και ο Παρνασσός (Παρίσι, Μουσείο Λούβρου).
Η ένταση των χρωματισμών στις δύο τελευταίες μυθολογικές σκηνές θυμίζει τη ζωγραφική του Ραφαήλ. Μετά τον θάνατό του, βρέθηκε στο εργαστήριό του ο περίφημος Νεκρός Χριστός (Μιλάνο, πινακοθήκη Μπρέρα) με τις εκπληκτικές προοπτικές βραχύνσεις.
Αξιομνημόνευτα έργα του είναι επίσης οι Παναγίες (Μπέργκαμο, Βερολίνο, Μιλάνο, Νέα Υόρκη), τα άπειρα σχέδια, μερικά διακοσμητικά ανάγλυφα και οι τερακότες των Ευαγγελιστών, της Παναγίας και ενός Αγγέλου τα οποία προορίζονταν να λιώσουν σε χαλκό για να τοποθετηθούν στη λάρνακα του Αγίου Ανσέλμου, κατά παραγγελία του Λουντοβίκο Γκοντζάγκα στον Ντονατέλο, η οποία παρέμεινε ανεκτέλεστη.
«Η Κοίμηση της Θεοτόκου», πίνακας του Ιταλού ζωγράφου Αντρέα Μαντένια (Μουσείο Πράντο, Μαδρίτη).
Dictionary of Greek. 2013.